τζαμιλίκι

τζαμιλίκι
το, Ν
βλ. τζαμλίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάφωτος — η, ο (Μ ος, ον) αυτός που φωτίζεται σ όλη του την έκταση, κατάφωτος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διάφωτο εξώστης με τζαμαρία, τζαμιλίκι …   Dictionary of Greek

  • τζαμλίκι — και τζαμιλίκι το, Ν το υαλοστάσιο, το πλαίσιο στο οποίο είναι τοποθετημένοι οι υαλοπίνακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. čamlik] …   Dictionary of Greek

  • παραθυρόφυλλο — το 1. το πλαίσιο με το τζάμι του παράθυρου, αλλιώς υαλοστάσι, τζαμιλίκι: Κλείσε τα παραθυρόφυλλα, γιατί έρχεται κρύο. 2. το παντζούρι, το κανάτι, η γρίλια: Κλείσε τα παραθυρόφυλλα, να μην μπαίνει ο ήλιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοστάσιο — το 1. το πλαισίωμα και οι υαλοπίνακες που είναι προσαρμοσμένοι σ αυτό: Αλουμινένιο υαλοστάσιο μπαλκονόπορτας. 2. διάφραγμα ή τοίχος με τέτοια πλαίσια, τζαμαρία, τζαμιλίκι, τζαμωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”